- σκολύθριον
- σκολύθριονstoolneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκολύθριον — τὸ, Α [σκόλυθρον] υποκορ. μικρό έδρανο, κάθισμα … Dictionary of Greek
σκολύθρια — σκολύθριον stool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόλυθρος — ον, Α 1. χαμηλός 2. (για πρόσ.) χαμερπής, ποταπός, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το σκολύθριον / σκόλυθρον*] … Dictionary of Greek